- τσουπί
- το, Ν [τσούπα]1. υποκορ. τού τσούπα2. μάλλινο ύφασμα που χρησιμοποιείται για το στείψιμο τών ελιών3. είδος σταφυλιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσουπί — το 1. μικρή τσούπα (βλ. λ.), κοριτσάκι, κοπελίτσα. 2. χοντρόμαλλο ύφασμα για το στίψιμο του λαδιού. 3. είδος σταφυλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)